Η άσκηση της προσευχής του Ιησού

Στο κε­φά­λαιο αυτό θα απο­πει­ρα­θώ να εκ­θέ­σω όσο γί­νε­ται συ­ντο­μό­τε­ρα τις πιο ου­σιώ­δεις από­ψεις για την προ­σευ­χή του Ιησού, της με­γά­λης αυτής ασκή­σε­ως της καρ­δί­ας, καθώς και την πλέον υγιαί­νου­σα δι­δα­σκα­λία για την άσκη­ση αυτή την οποία συ­νά­ντη­σα στο Άγιο Όρος.Για πολλά χρό­νια οι μο­να­χοί προ­φέ­ρουν την προ­σευ­χή αυτή με το στόμα, χωρίς να ανα­ζη­τούν τε­χνη­τούς τρό­πους ενώ­σε­ως του νου με τη καρ­διά. Η προ­σο­χή τους συ­γκε­ντρώ­νε­ται στη συμ­μόρ­φω­ση της κα­θη­με­ρι­νής ζωής τους στις εντο­λές του Χρι­στού. Η αιω­νό­βια πείρα της ασκή­σε­ως αυτής έδει­ξε ότι ο νους ενώ­νε­ται με την καρ­διά δια της ενερ­γεί­ας του Θεού, όταν ο μο­να­χός πε­ρά­σει την στα­θε­ρή πείρα της υπα­κο­ής και της εγκρά­τειας, όταν ο νους του, η καρ­διά και αυτό το σώμα του "πα­λαιού αν­θρώ­που" ελευ­θε­ρω­θούν επαρ­κώς από την εξου­σία της αμαρ­τί­ας. Εν τού­τοις και κατά το πα­ρελ­θόν και κατά τον πα­ρό­ντα καιρό οι Πα­τέ­ρες με­ρι­κές φορές επι­τρέ­πουν να προ­σφεύ­γου­με στην τε­χνη­τή μέ­θο­δο ει­σα­γω­γής του νου στην καρ­διά. Για το λόγο αυτό ο μο­να­χός, δί­νο­ντας κα­τάλ­λη­λη θέση στο σώμα και κλί­νο­ντας την κε­φα­λή προς το στή­θος, νοερά προ­φέ­ρει την προ­σευ­χή ει­σπνέ­ο­ντας ήσυχα τον αέρα με τις λέ­ξεις: "Κύριε, Ιησού Χρι­στέ, (Υιέ του Θεού)" και έπει­τα εκ­πνέ­ο­ντας τε­λειώ­νει την προ­σευ­χή: "ελέ­η­σον με (τον αμαρ­τω­λό)". Κατά τον χρόνο της ει­σπνο­ής η προ­σευ­χή του νου κατ’ αρχάς ακο­λου­θεί την κί­νη­ση του ει­σπνε­ό­με­νου αέρα και συ­γκε­ντρώ­νε­ται στο άνω μέρος της καρ­διάς. Κατά την ερ­γα­σία αυτήν για κά­ποιο χρο­νι­κό διά­στη­μα η προ­σο­χή μπο­ρεί να δια­φυ­λα­χτεί αδιά­χυ­τη και ο νους να πα­ρα­μεί­νει κοντά στην καρ­διά, ακόμη δε και να ει­σέλ­θει μέσα της. Η πείρα θα δεί­ξει ότι ο τρό­πος αυτός θα δώσει στο νου τη δυ­να­τό­τη­τα να δει όχι αυτή τη φυ­σι­κή καρ­διά, αλλά εκεί­νο που γί­νε­ται μέσα της: Τί εί­δους αι­σθή­μα­τα μπαί­νουν σε αυτή· τί εί­δους νο­ε­ρές ει­κό­νες την πλη­σιά­ζουν απ’ έξω. Αυτή η άσκη­ση θα οδη­γή­σει τον μο­να­χό να αι­σθά­νε­ται την καρ­διά του και να δια­μέ­νει σε αυτή με την προ­σο­χή του νου χωρίς να χρη­σι­μο­ποιεί πλέον οποια­δή­πο­τε "ψυ­χο­σω­μα­τι­κή τε­χνι­κή".

Η τε­χνη­τή μέ­θο­δος μπο­ρεί να βοη­θή­σει τον αρ­χά­ριο να βρει τον τόπο, που οφεί­λει να στα­θεί η προ­σο­χή του νου κατά την προ­σευ­χή και γε­νι­κά σε κάθε στιγ­μή. Εν τού­τοις η πραγ­μα­τι­κή προ­σευ­χή δεν επι­τυγ­χά­νε­ται με τον τρόπο αυτό. Αυτή δεν έρ­χε­ται δια­φο­ρε­τι­κά, παρά μόνο με την πίστη και τη με­τά­νοια, οι οποί­ες είναι η μόνη βάση γι’ αυτήν. Ο κίν­δυ­νος της ψυ­χο­τε­χνι­κής, όπως έδει­ξε η μακρά πείρα, έγκει­ται στο ότι υπάρ­χουν πολ­λοί άν­θρω­ποι, οι οποί­οι δί­νουν υπερ­βο­λι­κά με­γά­λη ση­μα­σία σ’ αυτήν καθ’ εαυτή την μέ­θο­δο. Προς απο­φυ­γή της επι­βλα­βούς πα­ρα­μορ­φώ­σε­ως της πνευ­μα­τι­κής ζωής του προ­σευ­χο­μέ­νου συ­νι­στά­ται από πα­λιών χρό­νων στους αρ­χά­ριους ασκη­τές άλλος τρό­πος, κατά πολύ βρα­δύ­τε­ρος, αλλά ασυ­γκρί­τως ορ­θό­τε­ρος και ωφε­λι­μό­τε­ρος δη­λα­δή: να συ­γκε­ντρώ­νε­ται η προ­σο­χή στο Όνομα του Ιησού Χρι­στού και στα λόγια της ευχής. Όταν η συ­ντρι­βή για τις αμαρ­τί­ες φθά­σει σε ορι­σμέ­νο βαθμό, τότε ο νους με τρόπο φυ­σι­κό ενώ­νε­ται με την καρ­διά.

Ο πλή­ρης τύπος της προ­σευ­χής είναι: "Κύριε, Ιησού Χρι­στέ, Υιέ του Θεού, ελέ­η­σόν με τον αμαρ­τω­λόν". Στους αρ­χά­ριους ακρι­βώς αυτός ο τύπος προ­τεί­νε­ται. Στο πρώτο μέρος της προ­σευ­χής ομο­λο­γού­με τον Χρι­στόν-Θεόν, τον σαρ­κω­θέ­ντα δια την ημών σω­τη­ρί­αν. Στο δεύ­τε­ρο μέρος με με­τά­νοια ανα­γνω­ρί­ζου­με την πτώση μας, την αμαρ­τω­λό­τη­τα και την λύ­τρω­σή μας. Ο συν­δυα­σμός της δογ­μα­τι­κής ομο­λο­γί­ας με την με­τά­νοια απερ­γά­ζε­ται την προ­σευ­χή πλη­ρέ­στε­ρη κατά το θε­τι­κό της πε­ριε­χό­με­νο. Είναι δυ­να­τόν να κα­θο­ρί­σου­με με­ρι­κά στά­δια στην ανά­πτυ­ξη της προ­σευ­χής αυτής:

Πρώ­τον, είναι η προ­φο­ρι­κή. Λέμε την προ­σευ­χή με τα χείλη, ενώ προ­σπα­θού­με να συ­γκε­ντρώ­σου­με την προ­σο­χή μας στο Όνομα και τις λέ­ξεις.

Δεύ­τε­ρον, νοερά. Δεν κι­νού­με πλέον τα χείλη, αλλά προ­φέ­ρου­με το όνομα του Ιησού Χρι­στού και το υπό­λοι­πο πε­ριε­χό­με­νο της προ­σευ­χής νοερά.

Τρί­τον, νοερά-καρ­δια­κή. Ο νους και η καρ­διά ενώ­νο­νται κατά την ενέρ­γεια τους· η προ­σο­χή πε­ρι­κλεί­ε­ται μέσα στην καρ­διά και εκεί προ­φέ­ρε­ται η ευχή.

Τέ­ταρ­τον, αντε­νερ­γού­με­νη. Η προ­σευ­χή ρι­ζώ­νει στη καρ­διά, και χωρίς ιδιαί­τε­ρη προ­σπά­θεια της θε­λή­σε­ως προ­φέ­ρε­ται από μόνη της μέσα στη καρ­διά, τρα­βώ­ντας προς τα εκεί την προ­σο­χή του νου.

Πέμ­πτον, χα­ρι­σμα­τι­κή. Η προ­σευ­χή ενερ­γεί ως τρυ­φε­ρή φλόγα μέσα μας, ως έμπνευ­ση Άνω­θεν, που γλυ­καί­νει την καρ­διά με την αί­σθη­ση της αγά­πης του Θεού και αρ­πά­ζει το νου σε πνευ­μα­τι­κές θε­ω­ρί­ες. Με­ρι­κές φορές συ­νο­δεύ­ε­ται με την όραση του Φωτός.

Η βαθ­μιαία ανά­βα­ση στη προ­σευ­χή είναι η πλέον αξιό­πι­στη. Στον ει­σερ­χό­με­νο στο στά­διο του αγώνα για την προ­σευ­χή επι­μό­νως προ­τεί­νε­ται να αρ­χί­ζει με την προ­φο­ρι­κή προ­σευ­χή, έως ότου αυτή αφο­μοιω­θεί από το σώμα, τη γλώσ­σα, την καρ­διά και τη διά­νοιά του. Η διάρ­κεια της πε­ριό­δου αυτής είναι δια­φο­ρε­τι­κή σε κάθε άν­θρω­πο. Όσο βα­θύ­τε­ρη είναι η με­τά­νοια, τόσο συ­ντο­μό­τε­ρη η οδός.

Η άσκη­ση της νο­ε­ράς προ­σευ­χής μπο­ρεί πρό­σκαι­ρα να συν­δέ­ε­ται με τη ψυ­χο­σω­μα­τι­κή μέ­θο­δο, δη­λα­δή να έχει χα­ρα­κτή­ρα ρυθ­μι­κής ή άρ­ρυθ­μης προ­φο­ράς της ευχής με το νοερό μέσο της ει­σπνο­ής κατά το πρώτο μέρος και της εκ­πνο­ής κατά το δεύ­τε­ρο, όπως πε­ρι­γρά­ψα­με πιό πάνω. Η ερ­γα­σία αυτή μπο­ρεί να είναι ωφέ­λι­μη, αν έχου­με πά­ντο­τε κατά νουν ότι κάθε επί­κλη­ση του ονό­μα­τος του Χρι­στού πρέ­πει να συν­δέ­ε­ται αδιά­κο­πα με Αυτό, το πρό­σω­πο του Χρι­στού-Θεού. Δια­φο­ρε­τι­κά η προ­σευ­χή με­τα­τρέ­πε­ται σε τε­χνη­τό γύ­μνα­σμα και κα­τα­λή­γει σε αμαρ­τία σύμ­φω­να με την εντο­λή: "Ου λήψει το Όνομα Κυ­ρί­ου του Θεού σου επί μα­ταίω" (Εξ. 20,7 και Δευτ. 5,11).

Όταν η προ­σο­χή του νου στε­ρε­ώ­νε­ται στη καρ­διά, τότε είναι δυ­να­τός ο πλή­ρης έλεγ­χος όσων τε­λού­νται μέσα της, η δε πάλη προς τα πάθη διε­ξά­γε­ται με σύ­νε­ση. Ο ευ­χό­με­νος βλέ­πει τους εχθρούς να προ­σεγ­γί­ζουν εκ των έξω και μπο­ρεί να τους διώ­ξει με τη δύ­να­μη του Ονό­μα­τος του Χρι­στού. Με την άσκη­ση αυτή η καρ­διά λε­πτύ­νε­ται και γί­νε­ται διο­ρα­τι­κή: Διαι­σθά­νε­ται την κα­τά­στα­ση του προ­σώ­που εκεί­νου, περί του οποί­ου προ­σφέ­ρε­ται δέηση. Μ’ αυτόν τον τρόπο γί­νε­ται η με­τά­βα­ση από τη νοερά προ­σευ­χή στη νοερά-καρ­δια­κή, μετά την οποία δί­νε­ται η αυ­τε­νερ­γού­με­νη προ­σευ­χή.

Αγω­νι­ζό­μα­στε να στα­θού­με ενώ­πιον του Θεού με την ενό­τη­τα και ολό­τη­τα της υπάρ­ξε­ώς μας. Η επί­κλη­ση του ονό­μα­τος του Σω­τή­ρος με φόβο Θεού συν­δε­ό­με­νη με την ακα­τά­παυ­στη προ­σπά­θεια τη­ρή­σε­ως των εντο­λών, οδη­γεί βαθ­μη­δόν στην μα­κα­ρία ενό­τη­τα όλων των δυ­νά­με­ων μας, που προη­γου­μέ­νως ήταν εξα­σθε­νη­μέ­νες λόγω της πτώ­σε­ως. Κατά τον θαυ­μα­στό, αλλά δύ­σκο­λο και οδυ­νη­ρό αυτόν αγώνα ου­δέ­πο­τε πρέ­πει να βια­ζό­μα­στε. Είναι ση­μα­ντι­κό να απο­βά­λου­με το λο­γι­σμό, ο οποί­ος μας ει­ση­γεί­ται την επι­τυ­χία του με­γί­στου στον μι­κρό­τε­ρο δυ­να­τό χρόνο. Ο Θεός δεν βιά­ζει τη θέ­λη­σή μας, αλλ’ ούτε σ’ Αυτόν είναι δυ­να­τόν να επι­βά­λου­με δια της βίας να κάνει οτι­δή­πο­τε. Όσα επι­τυγ­χά­νο­νται δια της βίας της θε­λή­σε­ως μέσω της ψυ­χο­σω­μα­τι­κής με­θό­δου δεν δια­τη­ρού­νται για πολύ, και το κυ­ριό­τε­ρο, δεν οδη­γούν στην ένωση του πνεύ­μα­τος μας με το Πνεύ­μα του Ζώ­ντος Θεού.

Στις συν­θή­κες του σύγ­χρο­νου κό­σμου η προ­σευ­χή απαι­τεί υπε­ράν­θρω­πη αν­δρεία, διότι σ’ αυτήν αν­θί­στα­ται το σύ­νο­λο των κο­σμι­κών ενερ­γειών. Δια­μο­νή σε απε­ρί­σπα­στη προ­σευ­χή ση­μαί­νει νίκη σε όλα τα επί­πε­δα της φυ­σι­κής υπάρ­ξε­ως. Η οδός αυτή είναι μακρά και ακαν­θώ­δης, αλλ’ έρ­χε­ται στιγ­μή κατά την οποί­αν ακτί­να του Θείου Φωτός δια­περ­νά το πυκνό σκο­τά­δι και δη­μιουρ­γεί ενώ­πιον μας ρωγμή, δια μέσου της οποί­ας βλέ­που­με την Πηγή αυτού του Φωτός. Τότε η προ­σευ­χή του Ιησού λαμ­βά­νει κο­σμι­κές και υπερ­κό­σμιες δια­στά­σεις.

"Εσύ να γυ­μνά­ζε­σαι στην ευ­σέ­βεια. Γιατί η εκ­γύ­μνα­ση του σώ­μα­τος λίγο ωφε­λεί· η ευ­σέ­βεια όμως είναι ωφέ­λη­μη για όλα, επει­δή υπό­σχε­ται τη ζωή και την τω­ρι­νή και την μελ­λο­ντι­κή. Αυτό που λέω είναι αλή­θεια και αξί­ζει να γίνει πέρα για πέρα απο­δε­κτό· και εμείς γι’ αυτό υπο­μέ­νου­με κό­πους και ονει­δι­σμούς γιατί στη­ρί­ξα­με την ελ­πί­δα μας στον αλη­θι­νό Θεό που είναι σω­τή­ρας όλων των αν­θρώ­πων… Αυτά να πα­ραγ­γέλ­λεις και δί­δα­σκε" ( Α’ Τιμ. 4,7-11). Η τή­ρη­ση της δι­δα­χής αυτής του Απο­στό­λου απο­τε­λεί το βε­βαιό­τε­ρο δρόμο προς τον Ανα­ζη­τού­με­νον. Είναι αδύ­να­τον να δια­νοη­θού­με ότι με τε­χνη­τά μέσα απο­κτά­ται η θέωση. Πι­στεύ­ου­με ότι ο Θεός ήλθε στη γη, απο­κά­λυ­ψε το μυ­στή­ριο της αμαρ­τί­ας και μας έδωσε τη χάρη της με­τα­νοί­ας, εμείς δε προ­σευ­χό­μα­στε: "Κύριε, Ιησού Χρι­στέ, Υιέ του Θεού, ελέ­η­σόν με τον αμαρ­τω­λόν", με την ελ­πί­δα της συγ­χω­ρή­σε­ως και της κα­ταλ­λα­γής στο Όνομά του. Τους λό­γους "ελέ­η­σόν με τον αμαρ­τω­λόν" δεν εγκα­τα­λεί­που­με σ’ όλη μας τη ζωή. Η τε­λεία νίκη επί της αμαρ­τί­ας δεν είναι δυ­να­τή δια­φο­ρε­τι­κά, παρά μόνο με την ενοί­κη­ση του ιδίου του Θεού. Αυτό απο­τε­λεί τη θέωσή μας, ένεκα της οποί­ας κα­θί­στα­ται δυ­να­τή η άμε­σος θε­ω­ρία του Θεού "καθώς εστί". Το πλή­ρω­μα της χρι­στια­νι­κής τε­λειό­τη­τας είναι ακα­τόρ­θω­το στα όρια της γης. Ο Άγιος Ιω­άν­νης ο Θε­ο­λό­γος γρά­φει: "Κα­νείς ποτέ δεν είδε τον Θεόν· μόνο ο Μο­νο­γε­νής Υιός, που είναι μέσα στην αγκα­λιά του πα­τέ­ρα, εκεί­νος μας τον έκανε γνω­στό" (Ιωαν. 1,18). Ο ίδιος δε μας δια­βε­βαιώ­νει ότι στον μέλ­λο­ντα αιώνα θα συ­ντε­λε­σθεί η θέωσή μας, διότι "οψό­με­θα Αυτόν καθώς εστί" (Α’ Ιωαν. 3,2). "όποιος λοι­πόν με εμπι­στο­σύ­νη στο Χρι­στό έχει αυτή την ελ­πί­δα κα­θα­ρί­ζει τον εαυ­τόν του από την αμαρ­τία έχο­ντας ως πρό­τυ­πο την κα­θα­ρό­τη­τα εκεί­νου… όποιος είναι ενω­μέ­νος με αυτόν παύει να αμαρ­τά­νει. Όποιος αμαρ­τά­νει αυτός ούτε είδε ούτε γνώ­ρι­σε ποτέ το Χρι­στό" (Α’ Ιωαν. 3,3 και 6). Είναι ωφέ­λι­μο να δια­πο­τι­στού­με από το πε­ριε­χό­με­νο αυτής της Επι­στο­λής, ώστε η επί­κλη­ση του ονό­μα­τος του Ιησού να γίνει ενερ­γός, σω­τή­ριος, για να "με­τα­βώ­μεν εκ του θα­νά­του εις την ζωήν" (πρβλ. Α’ Ιωαν. 3,14) και λά­βου­με "δύ­να­μιν εξ ύψους" (Λουκ. 24,49).

Ένα από τα πιο θαυ­μά­σια βι­βλία των ασκη­τών Πα­τέ­ρων είναι η "Κλί­μαξ" του αγίου Ιω­άν­νου του Σι­να­ΐ­του. Δια­βά­ζε­ται από τους αρ­χά­ριους μο­να­χούς, αλλά χρη­σι­μεύ­ει και ως αυ­θε­ντι­κό κρι­τή­ριο για τους τέ­λειους. (Είναι ίσως πε­ριτ­τό να πούμε ότι η τε­λειό­τη­τα στη γη ποτέ δεν είναι πλή­ρης). Κάτι πα­ρό­μοιο μπο­ρού­με να δια­πι­στώ­σου­με και σε ό,τι αφορά στην προ­σευ­χή του Ιησού. Μ’ αυτή προ­σεύ­χο­νται κατά τη διάρ­κεια κάθε ερ­γα­σί­ας απλοί και ευ­σε­βείς άν­θρω­ποι· μ’ αυτήν αντι­κα­θί­στα­νται οι εκ­κλη­σια­στι­κές ακο­λου­θί­ες· αυτήν "νο­ε­ρώς" προ­φέ­ρουν οι μο­να­χοί, ευ­ρι­σκό­με­νοι στο ναό κατά τον χρόνο των ακο­λου­θιών· αυτή επί­σης απο­τε­λεί το κατ’ εξο­χήν έργο των μο­να­χών στα κελ­λιά και των ερη­μι­τών-ησυ­χα­στών.

Η ερ­γα­σία της προ­σευ­χής αυτής συν­δέ­ε­ται στε­νό­τα­τα με τη θε­ο­λο­γία του θείου ονό­μα­τος. Έχει βα­θιές δογ­μα­τι­κές ρίζες, όπως και όλη η ασκη­τι­κή ζωή των ορ­θο­δό­ξων: Συμ­βα­δί­ζει αρ­μο­νι­κά με την δογ­μα­τι­κή συ­νεί­δη­ση. Η προ­σευ­χή σε με­ρι­κές μορ­φές της γί­νε­ται αλη­θι­νά φωτιά που καίει τα πάθη. Σ’ αυτήν πε­ρι­κλεί­ε­ται θεία δύ­να­μη, η οποία ανα­σταί­νει αυ­τούς που νε­κρώ­θη­καν από την αμαρ­τία. Είναι φως, που λα­μπρύ­νει το νου και με­τα­δί­δει σ’ αυτόν την ικα­νό­τη­τα της δια­κρί­σε­ως δυ­νά­με­ων οι οποί­ες ενερ­γούν "εν τω κόσμω"· πα­ρέ­χει επί­σης τη δυ­να­τό­τη­τα της θε­ω­ρί­ας των τε­λου­μέ­νων μέσα στο νου και την καρ­διά μας: "ει­σχω­ρεί βα­θειά ως εκεί που χω­ρί­ζει τη ψυχή απ’ το πνεύ­μα, το κόκ­κα­λο απ’ το με­δού­λι, και κρί­νει τους δια­λο­γι­σμούς και τις προ­θέ­σεις της καρ­διάς" (πρβλ. Εβρ. 4,12).

Η ευ­λα­βι­κή άσκη­ση της προ­σευ­χής αυτής οδη­γεί τον άν­θρω­πο σε συ­νά­ντη­ση με πολ­λές αντί­θε­τες ενέρ­γειες κρυμ­μέ­νες στην ατμό­σφαι­ρα. Προ­σφε­ρό­με­νη στην κα­τά­στα­ση βα­θειάς με­τά­νοιας διεισ­δύ­ει στο χώρο, που βρί­σκε­ται πέραν των ορίων "της σο­φί­ας των σοφών και της συ­νέ­σε­ως των συ­νε­τών" (Α’ Κορ. 1,19). Στις πλέον εντα­τι­κές εκ­δη­λώ­σεις της, χρειά­ζε­ται ή με­γά­λη πείρα ή κα­θο­δη­γη­τής. Είναι απα­ραί­τη­τη σε όλους ανε­ξαι­ρέ­τως που την ασκούν, η νη­πτι­κή πε­ρί­σκε­ψη, το πνεύ­μα της συ­ντρι­βής και του φόβου του Θεού, η υπο­μο­νή σε κάθε επερ­χό­με­νο σ’ αυ­τούς. Τότε αυτή γί­νε­ται δύ­να­μη, η οποία ενώ­νει το πνεύ­μα μας με το Πνεύ­μα του Θεού, πα­ρέ­χου­σα την αί­σθη­ση της ζώσας πα­ρου­σί­ας της αιω­νιό­τη­τας μέσα μας, έχο­ντάς μας ήδη οδη­γή­σει δια μέσου αβύσ­σων σκό­τους κρυμ­μέ­νων μέσα μας.

Η προ­σευ­χή αυτή είναι με­γά­λο δώρο του ου­ρα­νού προς τον άν­θρω­πο και την αν­θρω­πό­τη­τα.

Πόσο ση­μα­ντι­κή είναι η δια­μο­νή (για να μην πω η άσκη­ση) στη προ­σευ­χή, μαρ­τυ­ρεί και αυτή η πείρα. Θεωρώ επι­τρε­πτό να πα­ρα­βά­λω αυτήν προς την φυ­σι­κή ζωή του κό­σμου μας και να φέρω πα­ρα­δείγ­μα­τα από γνω­στών σε μας γε­γο­νό­των της σύγ­χρο­νης επι­και­ρό­τη­τας. Οι αθλη­τές, προ­ε­τοι­μα­ζό­με­νοι για τους αγώ­νες, επα­να­λαμ­βά­νουν για πολύ καιρό τις ίδιες ασκή­σεις, ώστε να εκτε­λέ­σουν κατά τη στιγ­μή της διε­ξα­γω­γής τους, με τα­χύ­τη­τα και με βε­βαιό­τη­τα, και τρό­πον τινά μη­χα­νι­κά, όλες τις κι­νή­σεις, τις οποί­ες ήδη αφο­μοί­ω­σαν. Από τον αριθ­μό των ασκή­σε­ων εξαρ­τά­ται και η ποιό­τη­τα της απο­δό­σε­ως. Θα δι­η­γη­θώ ακόμα ένα γε­γο­νός, που συ­νέ­βη σε κύκλο, γνω­στών σε μένα προ­σώ­πων. Βε­βαί­ως επα­να­λαμ­βά­νω εκεί­να, που άκου­σα από ένα πλη­σιέ­στε­ρο άν­θρω­πο προς τα πρό­σω­πα στα οποία ανα­φέ­ρο­νται.

Σε κά­ποια ευ­ρω­παϊ­κή πόλη δύο αδελ­φοί νυμ­φεύ­θη­καν σχε­δόν συγ­χρό­νως δύο νέες. Η μία ήταν για­τρός, άν­θρω­πος οξεί­ας αντι­λή­ψε­ως και ισχυ­ρού χα­ρα­κτή­ρα. Η άλλη ήταν ωραιό­τε­ρη, δρα­στή­ρια, ευ­γε­νής αλλ’ όχι ιδιαί­τε­ρα ευ­φυ­ής. Όταν πλη­σί­α­ζε ο και­ρός του το­κε­τού και για τις δύο, απε­φά­σι­σαν να απο­κτή­σουν την πρώ­την εμπει­ρία ακο­λου­θώ­ντας την νε­ο­εμ­φα­νι­σθεί­σα μέ­θο­δο του "ανώ­δυ­νου το­κε­τού". Η πρώτη, η για­τρός, αμέ­σως κα­τα­νό­η­σε όλο τον μη­χα­νι­σμό της με­θό­δου αυτής και μετά δύο ή τρία μα­θή­μα­τα της κα­θο­ρι­σμέ­νης γυ­μνα­στι­κής εγκα­τέ­λει­ψε τις ασκή­σεις, πε­πει­σμέ­νη ότι κα­τα­νό­η­σε τα πάντα και ότι κατά την στιγ­μήν της ανά­γκης θα εφάρ­μο­ζε τις γνώ­σεις της. Η άλλη δεν γνώ­ρι­ζε πολλά περί της ανα­το­μί­ας του σώ­μα­τος ούτε ήθελε να ασχο­λη­θεί με τη θε­ω­ρη­τι­κή πλευ­ρά της με­θό­δου αυτής, αλλά πα­ρα­δό­θη­κε απλά με ζήλο στην επα­νά­λη­ψη των κα­θο­ρι­σμέ­νων κι­νή­σε­ων του σώ­μα­τος. Αφού δε τις αφο­μοί­ω­σε, όταν έφθα­σε η στιγ­μή, πήγε για τον το­κε­τό. Και τί νο­μί­ζε­τε ότι συ­νέ­βη; Η μεν πρώτη κατά την στιγ­μή του το­κε­τού από τις πρώ­τες ήδη ώδι­νες δεν θυ­μή­θη­κε τη θε­ω­ρία και γέν­νη­σε με με­γά­λη δυ­σκο­λία, "εν λύ­παις" (Γεν. 3,16)· η δε άλλη γέν­νη­σε χωρίς πό­νους και σχε­δόν χωρίς δυ­σκο­λία.

Έτσι θα συμ­βεί και σε μας. Ο σύγ­χρο­νος και μορ­φω­μέ­νος άν­θρω­πος είναι σε θέση να κα­τα­νο­ή­σει το "μη­χα­νι­σμό" της νο­ε­ράς προ­σευ­χής. Αρκεί να προ­σευ­χη­θεί δύο ή τρεις εβδο­μά­δες με κά­ποιο ζήλο, να δια­βά­σει λίγα βι­βλία, και να, ο ίδιος μπο­ρεί στα ήδη γραμ­μέ­να βι­βλία να προ­σθέ­σει και το δικό του. Κατά την ώρα όμως του θα­νά­του, όταν η όλη σύ­στα­σή μας υπο­βάλ­λε­ται σε βιαία διά­σπα­ση, όταν ο νους θο­λώ­νε­ται και η καρ­δία αι­σθά­νε­ται ισχυ­ρούς πό­νους ή εξα­σθέ­νη­ση, τότε όλες οι θε­ω­ρη­τι­κές μας γνώ­σεις εξα­φα­νί­ζο­νται και η προ­σευ­χή μπο­ρεί να χαθεί.

Είναι ανα­γκαίο να προ­σευ­χό­μα­στε για χρό­νια. Να δια­βά­ζου­με λίγο, και μόνον ό,τι κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφορά στη προ­σευ­χή και συ­νερ­γεί, κατά το πε­ριε­χό­με­νό του, στην ενί­σχυ­ση της έλ­ξε­ως προς προ­σευ­χή με­τα­νοί­ας με την εσω­τε­ρι­κή δια­φύ­λα­ξη του νου. Από τη μα­κρο­χρό­νια επα­νά­λη­ψη η προ­σευ­χή γί­νε­ται φύση της υπάρ­ξε­ώς μας, φυ­σι­κή αντί­δρα­ση σε κάθε φαι­νό­με­νο στην πνευ­μα­τι­κή σφαί­ρα, είτε αυτό είναι φως, είτε σκο­τά­δι, είτε εμ­φά­νι­ση αγίων αγ­γέ­λων ή δαι­μο­νι­κών δυ­νά­με­ων, χαρά ή λύπη – με ένα λόγο, σε κάθε καιρό και πε­ρί­στα­ση.

Με τέ­τοιο είδος προ­σευ­χής η γέν­νη­σή μας για την ου­ρά­νια ζωή μπο­ρεί πραγ­μα­τι­κά να γίνει ανώ­δυ­νη.

Η βί­βλος της Και­νής Δια­θή­κης, που απο­κα­λύ­πτει σε μας τα έσχα­τα βάθη του άναρ­χου Όντος, είναι σύ­ντο­μη, αλλά και η θε­ω­ρία της προ­σευ­χής του Ιησού δεν απαι­τεί ανά­πτυ­ξη σε πλά­τος. Η τε­λειό­τη­τα που φα­νε­ρώ­θη­κε δια του Χρι­στού είναι ανέ­φι­κτη στα όρια της γης· το πλή­θος των πει­ρα­σμών, τους οποί­ους περνά αυτός που ασκεί την προ­σευ­χή αυτή, είναι απε­ρί­γρα­πτη. Η άσκη­ση της προ­σευ­χής αυτής οδη­γεί κατά πα­ρά­δο­ξο τρόπο το πνεύ­μα του αν­θρώ­που σε συ­νά­ντη­ση με δυ­νά­μεις κρυμ­μέ­νες εν τω "Κόσμω". Η προ­σευ­χή με το όνομα του Ιησού προ­κα­λεί ενα­ντί­ον της επί­θε­ση από τις κο­σμι­κές δυ­νά­μεις, ή καλ­λί­τε­ρα, την πάλη με τους κο­σμο­κρά­το­ρες "του σκό­τους του αιώ­νος τού­του, των πνευ­μα­τι­κών της πο­νη­ρί­ας εν τοις επου­ρα­νί­οις" (πρβλ. Εφεσ. 6,12). Αυτή, ανυ­ψώ­νο­ντας τον άν­θρω­πο σε σφαί­ρες πέραν των ορίων της γή­ι­νης σο­φί­ας, στις ύψι­στες μορ­φές αυτής, απαι­τεί "άγ­γε­λον πι­στόν οδη­γόν".

Η προ­σευ­χή του Ιησού κατά την ουσία της είναι πάνω από κάθε εξω­τε­ρι­κό σχήμα, στη πράξη όμως οι πι­στοί λόγω της ανι­κα­νό­τη­τας τους να στα­θούν σε αυτή με κα­θα­ρό νου για πολύ καιρό, χρη­σι­μο­ποιούν το κομ­βο­σχοί­νι για λό­γους πει­θαρ­χί­ας. Στο Άγιο Όρος του Άθω το πλέον δια­δε­δο­μέ­νο κομ­βο­σχοί­νι έχει εκατό κόμ­βους διαι­ρε­μέ­νους σε τέσ­σε­ρα μέρη των εί­κο­σι πέντε κόμ­βων. Ο αριθ­μός των προ­σευ­χών και των με­τα­νοιών την ημέρα και τη νύκτα, ορί­ζε­ται ανά­λο­γα με τη δύ­να­μη του κα­θε­νός και των πραγ­μα­τι­κών συν­θη­κών της ζωής του.

Αρχιμ. Σω­φρο­νί­ου, "Περί προ­σευ­χής"